άλειμμα

άλειμμα
το, -ατος
1. το να αλείφει κανείς: Η μηχανή ήθελε άλειμμα με γράσο.
2. το υλικό με το οποίο αλείφει κανείς: Το άλειμμα ήταν χοιρινό λίπος.
3. δωροδοκία, λάδωμα: Έδωσε κάμποσα και για αλείμματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄλειμμα — anything used for anointing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… …   Dictionary of Greek

  • αλειμματώνω — [άλειμμα] 1. καρυκεύω το φαγητό με λίπος 2. αλείφω ή λεκιάζω κάτι με λίπος 3. αλείφω 4. (για ζώα) παχαίνω …   Dictionary of Greek

  • ἀλειμμάτων — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλείμμασι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλείμμασιν — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλείμματα — ἄλειμμα anything used for anointing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλείμματι — ἄλειμμα anything used for anointing neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλείμματος — ἄλειμμα anything used for anointing neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράλειμμα — το (Μ κεράλειμμα) κηραλοιφή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + άλειμμα (< ἄλειμμα < ἀλείφω), πρβλ. επ άλειμμα, πασσ άλειμμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”